μοιχῶν

μοιχῶν
μοιχάω
have dalliance with
pres part act masc voc sg
μοιχάω
have dalliance with
pres part act neut nom/voc/acc sg
μοιχάω
have dalliance with
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
μοιχάω
have dalliance with
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
μοιχάζω
fut part act masc voc sg
μοιχάζω
fut part act neut nom/voc/acc sg
μοιχάζω
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
μοιχή
fem gen pl
μοιχός
adulterer
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

  • τέφρα — η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.) νεοελλ. 1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το… …   Dictionary of Greek

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • αποραφανίδωσις — ἀποραφανίδωσις, η (Α) εξευτελιστική τιμωρία των μοιχών με το να μπήγουν ραφανίδα στον πρωκτό τους …   Dictionary of Greek

  • μοιχοζευξία — μοιχοζευξία, η (Μ) [μοιχοζεύκτης] (για τον γάμο τού μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ με τη Ζωή) γάμος μεταξύ δύο μοιχών …   Dictionary of Greek

  • μοιχοζεύκτης — μοιχοζεύκτης, ὁ (Μ) (για τον ιερέα που συνέζευξε σε παράνομο τέταρτο γάμο τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΣΤ με τη Ζωή) αυτός που τελεί γάμο μεταξύ μοιχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ζεύκτης < ζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • μοιχόφιλος — μοιχόφιλος, ον (Μ) αυτός που αγαπά ή είναι φίλος τών μοιχών ή τής μοιχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + φίλος (πρβλ. βιβλιό φιλος)] …   Dictionary of Greek

  • ραφανίδα — η / ῥαφανίς ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ 1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη τού οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Καικίλιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Σέξτος Αφρικανός (2ος αι. μ.Χ). Νομικός, μαθητής του Ιουλιανού. Έγραψε τα έργα Ζητήματα (9 τόμοι), Επιστολές (20 βιβλία) και τη μονογραφία Περί μοιχών. 2. Στάτιος (Μεδιόλανο 219; – 166; π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”